Αυτό το ιστολόγιο χωρίζεται σε δυό περιόδους. Η πρώτη, καλοκαίρι 2007, διαβάζεται ανάποδα!! Από κάτω προς τα πάνω ή αν θέλετε χρονολογικά, καθώς οι νεώτερες
αναρτήσεις εκείνης της περιόδου σχετίζονταν με τις προηγούμενες.
Τα υπόλοιπα κανονικά !?! Άντε, να δούμε πού θα μας βγάλει...


Τετάρτη, Μαΐου 28, 2008

Πόσο μεγάλος είναι αυτός ο κόσμος και ταυτρόχρονα πόσο μικρός...

(συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση)
Ο Παντελής είχε ένα φίλο, το Βάσο. Εγώ δεν τον γνώρισα... Σκοτώθηκε με τη μηχανή. Τα ταξίδια τους ήταν πάντα φορτισμένα και περιπετειώδη, απ' ό,τι μου έχει διηγηθεί.
Τις πρώτες εξορμήσεις μας (με τα τζιπ στα βουνά και τα λαγκάδια, με τα φουσκωτά στο ανοιχτό πέλαγος) αλλά και τις διερευνητικές μας συζητήσεις για περιπλανήσεις, πάντα είχα μια αίσθηση ότι κατά κάποιο τρόπο συμπλήρωνα -στα μάτια του Παντελή- την παρέα τού αδικοχαμένου του φίλου...
Το δέσιμό μας υπήρξε άμεσο και ολοκληρωτικό. Εγώ μπροστά διάλεγα το δρόμο και έβλεπα τα φώτα του -ένα φωτεινό καντήλι- να με συνοδεύουν και να προστατεύουν το χώρο πίσω μου. Εκείνος πίσω, έβλεπε το κόκκινο φανάρι μου... και ήξερε ότι άνοιγα το δρόμο για την περιπλάνηση. Δεν τον ένοιαζε ο δρόμος, ακολουθούσε το φανάρι...
- Μαζί σου και στην άκρη του κόσμου, του είπα.
- Το 'καντήλι' μου θα είναι πάντα πίσω σου, μου απάντησε.
Τα πρώτα ταξίδια μας τα "στοίχειωσε" ο Βάσος. Ήταν διαδρομές που εκείνος είχε σκεφτεί, χαράξει και ονειρευτεί. Ο Παντελής έπρεπε να τις πραγματώσει και εγώ να τις ζήσω...
Μπορεί να πήγαινα μπροστά, αλλά εκείνος είχε τη συνολική εικόνα του ταξιδιού στο μυαλό του.
Ο δε Βάσος ήταν μαζί μας! Κάποια στιγμή στο Μαρόκο έπρεπε να περάσουμε ένα πέρασμα ανάμεσα στον Άτλαντα και τον Αντιάτλαντα, το Tiz'n'Test pass. Έπιασε νύχτα. Είχαμε ανέβει πολύ ψηλά. Έκανε κρύο (Νοέμβρης) και είχε απίστευτα πυκνή ομίχλη με υγρασία. Τα φώτα μου δεν άνοιγαν πάνω από 3 μέτρα μέσα στο σκοτάδι. Ο δρόμος όσο ανεβαίναμε στένευε και γινόταν επικίνδυνος. Κάποια στιγμή η άσφαλτος έδωσε τη θέση της σε μεγάλα ανοίγματα/χασίματα με χώμα, λακούβες και νερά. Συνειδητοποιώ πια ότι έχει γκρεμό και από τις δύο πλευρές του στενού δρόμου! Σίγουρα υπήρχαν και ζώα ένα γύρω -άκουγα βελάσματα και γαυγίσματα- κάνα δυό φορές κόντεψε να μας εμβολίσει αρχαίο "αγροτικό" που κατέβαινε το βουνό!
- Πού πάμε, σκέφτηκα. Κάπου στη μέση του περάσματος (11 χλμ) ήξερα ότι είχε μια πανσιόν. Αλλά δεν ήμουν σίγουρος πόσο μακρυά ήταν, αν θα τα καταφέρναμε μέχρι εκεί, αν θα τη βρίσκαμε σ'αυτό το μαύρο σκοτάδι, αν θα ήταν ανοιχτή.
Με αυτές τις σκέψεις, συνέχιζα, γνωρίζοντας πως ο Παντελής -που είχε και πρόβλημα όρασης- θα πρέπει να πέρναγε ακόμα πιο δύσκολα πίσω μου, αφού το μόνο που έβλεπε ήταν το κόκκινο φανάρι μου.
Την πανσιόν την πέρασα, ήταν μέσα στο σκοτάδι (γιατί σε εκείνα τα μέρη δεν έχει πάντα ηλεκτρικό) και ξαφνικά ακούω μια κόρνα. Σταματάω. Ο Παντελής, ευτυχώς, είδε να λαμπυρίζει δίπλα του και πάνω από τον γκρεμό ένα εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο που διαφήμιζε την πανσιόν.
- Πού είναι, ρώτησα.
- Εδώ, μου απαντά, αριστερά.
Δεν είδα τίποτα. Ο μαύρος όγκος της πανσιόν μετά βίας διαφοροποιόνταν από το σκοτάδι της νύχτας. Σκέφτομαι να μανουβράρω τη μηχανή καθώς δεξιά μου είναι γκρεμός.
Όπως κοιτάω την άκρη του, βλέπω -ακριβώς δίπλα μου!!- την ακίνητη μαύρη σιλουέτα ενός Μαροκινού Βερβέρου με σκούρα κελεμπία και σκούφο σαν της κου-κλουξ-κλαν να μου λέει "hello, welcome"!! Κόντεψε να πέσει η μηχανή κάτω από τα πόδια μου από την τρομάρα.
Τέλος πάντων, βάζουμε τις μηχανές στην άκρη, μπαίνουμε μέσα και καθόμαστε στο τζάκι να στεγνώσουμε από την υγρασία και ο Larbi, ο βερβέρος φίλος μας, μάς ετοιμάζει μια ομελέττα. Αργότερα, με συνοδεία τσίπουρου πιάνουμε την κουβέντα.
-Έχουν περάσει πολλοί από εδώ τόσα χρόνια, μας λέει ο Larbi, αλλά εγώ θυμάμαι ένα ζευγάρι ελλήνων πάνω σε μια BMW G/S που έμειναν εδώ ένα βράδυ πριν 4 χρόνια!!
Ο Παντελής τινάζεται από την καρέκλα του.
- Ο Βάσος ήταν, είμαι σίγουρος, ψελλίζει. Τηλέφωνο με μεγάλη δυσκολία στην Ελλάδα, συνομιλία με τη γυναίκα του Βάσου.
- Ναι, εμείς ήμασταν τότε, έρχεται η απάντηση από την άλλη άκρη.
Η βραδιά κύλησε υπερφορτισμένη... Ο Βάσος ήταν μαζί μας...
Την επομένη, ο ήλιος μάς ξύπνησε σε ένα παγωμένο τοπίο πολύ ψηλά πάνω από τα σύνεφα και την πεδιάδα που απλώνονταν από κάτω τους... Δεν περιγράφεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια: